- βαρκαδιά
- η лодка (как мера вместимости)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαρκαδιά — η το φορτίο μιας βάρκας: Μια βαρκαδιά ψάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρκαδιά — η η ποσότητα που χώρα σε μία βάρκα … Dictionary of Greek
φουρνιά — η 1. όσα χωράει μια φορά ο φούρνος ή όσα κάθε φορά μπαίνουν μαζί σ αυτόν για ψήσιμο: Μια φουρνιά ψωμιά. 2. μτφ., αριθμός ανθρώπων ή όμοιων πραγμάτων ορισμένης κατηγορίας, ομάδα, δόση (πρβλ. καζανιά, βαρκαδιά): Η φετινή φουρνιά των πρωτοετών… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)